κετόνωση

κετόνωση
η
ιατρ. κλινικά λανθάνουσα περίοδος που παρατηρείται κυρίως στις διαβητικές καταστάσεις, στους οξοναιμικούς εμέτους, καθώς και σε διάφορες παθήσεις τού πεπτικού συστήματος και τού ήπατος και ύστερα από παρατεταμένη νηστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου με ελληνογενή κατάληξη, πρβλ. αγγλ. cetosis < cet- (πρβλ. κετόνες) που αποδίδεται στην ελλ. κετόν- + κατάλ. -osis, (πρβλ. -ωσις < ρ. σε -όω / ή -ώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”